- ἐπεισοδιώδεις
- ἐπεισοδιώδηςepisodicmasc/fem acc plἐπεισοδιώδηςepisodicmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισοδιώδης — ἐπεισοδιώδης, ες (Α) [επεισόδιο] 1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.) 2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά … Dictionary of Greek